- εισωπός
- εἰσωπός, -όν (Α)1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο3. φανερός, ορατός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσωπός — within masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσωποί — εἰσωπός within masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek